- περιστίαρχος
- περιστίαρχοςsacrifice of a pigmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιστίαρχος — και περιεστίαρχος, ὁ, ΜΑ αυτός που τελεί τα περίστια*, ο ιερέας που προπορεύεται στην ιερή καθαρτήρια πομπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περίστια + αρχος*] … Dictionary of Greek
περιστιάρχου — περιστίαρχος sacrifice of a pig masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστίαρχοι — περιστίαρχος sacrifice of a pig masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεστίαρχος — ὁ, Α βλ. περιστίαρχος … Dictionary of Greek